- αιτίαση
- suçlama, itham
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αιτίαση — η (Α αἰτίασις) [αἰτιῶμαι] 1. κατηγορία, καταγγελία 2. παράπονο, μομφή … Dictionary of Greek
αιτίαση — η κατηγορία, μομφή: Οι αιτιάσεις του εναντίον μου είναι αστήριχτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰτιάσῃ — αἰτιάσηι , αἰτίασις complaint fem dat sg (epic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 2nd sg (attic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse aor subj mp 2nd sg (doric aeolic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse fut ind mp 2nd sg (attic) αἰτιά̱σῃ , αἰτιάομαι accuse … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτίωσις — αἰτίωσις ( εως), η (Μ) [αἰτιῶμαι] η αιτίαση* … Dictionary of Greek
αναιτίαση — η απαλλαγή κάποιου από την εναντίον του κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτίαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. discolpa] … Dictionary of Greek
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek